ἐφαπλῶ

ἐφαπλῶ
ἐφαπλόω
spread
pres subj act 1st sg
ἐφαπλόω
spread
pres ind act 1st sg
ἐφαπλόω
spread
pres subj act 1st sg
ἐφαπλόω
spread
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εφαπλώ — και εφαπλώνω (ΑΜ ἐφαπλῶ, όω) απλώνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο («στῆθος ἐφαπλώσας... ὄχθης», Νόνν.) μσν. 1. (για πουλί) ξετυλίγω τα φτερά μου 2. (νομ.) συντελώ 3. ξαπλώνω κάποιον κάτω («ἐφαπλοῑ ὁ ἵππος τὸν ἀναβάτην», Δούκ.) μσν. αρχ. 1. διαχέω,… …   Dictionary of Greek

  • εφάπλωμα — και πάπλωμα, το (Μ ἐφάπλωμα) [εφαπλώ] καθετί που απλώνεται πάνω σε κάτι άλλο για κάλυψή του και ιδιαίτερα το κλινοσκέπασμα που είναι γεμάτο από βαμβάκι ή πούπουλα, κν. πάπλωμα …   Dictionary of Greek

  • εφάπλωση — η [εφαπλώ] εξάπλωση, διάχυση, διάδοση, επέκταση …   Dictionary of Greek

  • παρεφαπλώ — όω, Α εκτείνω, εφαπλώνω, απλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐφαπλῶ «απλώνω, εκτείνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσεφαπλώ — όω, Μ ξαπλώνω κάτι ακόμη επάνω σε κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐφαπλῶ «απλώνω, εξαπλώνω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεφαπλώ — όω, Α μέσ. συνεφαπλοῦμαι, όομαι διαχέομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐφαπλῶ «απλώνω, διαχέω, διασκορπίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”